Το WordReference δεν έχει τη δυνατότητα να μεταφράσει αυτή τη φράση, μπορείτε όμως να κάνετε κλικ σε κάθε λέξη για να δείτε τη σημασία της:

salt garden


Η φράση που αναζητήσατε δεν βρέθηκε.
Η εγγραφή για τον όρο garden παρατίθεται στη συνέχεια.

Δείτε επίσης: salt
  • WordReference
  • Definition
  • Synonyms
  • English Collocations

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Κύριες μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
garden n (plot: flowers)κήπος ουσ αρσ
  (καθομιλουμένη, ποιητικό)μπαξές ουσ αρσ
 I've planted some tulips in the garden in front of the house.
 Φύτεψα μερικές τουλίπες στον κήπο μπροστά από το σπίτι.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Μόλις μάζεψα τα τριαντάφυλλα από τον μπαξέ.
garden n (plot: vegetables)κήπος, λαχανόκηπος ουσ αρσ
  (μεγαλύτερο από κήπο)περιβόλι ουσ ουδ
  μποστάνι ουσ ουδ
 These onions are from the garden in my backyard.
 Αυτά τα κρεμμύδια είναι από τον κήπο (or: λαχανόκηπό) μου.
 Αυτά τα κρεμμύδια είναι απ' το περιβόλι μου.
 Αυτή η πρόταση δεν είναι μετάφραση της αγγλικής πρότασης. Στο μποστάνι του καλλιεργεί καρπούζια.
garden n UK (yard: area outside house, esp. with lawn)κήπος ουσ αρσ
  αυλή ουσ θηλ
 My house has a small garden where Lily and Kyle like to play.
 Το σπίτι μου είχε ένα μικρό κήπο όπου αρέσει στη Λίλυ και τον Κάυλ να παίζουν.
garden n (botanic park)βοτανικός κήπος επίθ + ουσ αρσ
  βοτανικό πάρκο επίθ + ουσ ουδ
 Let's go for a walk in the garden, which is famous for its collection of rare plants.
 Ας πάμε μια βόλτα στον βοτανικό κήπο, που είναι διάσημος για τη συλλογή του σπάνιων φυτών του.
garden n often plural (park)πάρκο ουσ ουδ
 Kensington Garden is a lovely oasis in the city.
 Το πάρκο του Κένσινγκτον είναι μια όμορφη όαση μέσα στην πόλη.
garden vi (cultivate plants)καλλιεργώ ρ μ
  (χόμπυ)ασχολούμαι με την κηπουρική περίφρ
 She gardens for fun.
 Ασχολείται με την κηπουρική για διασκέδαση.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.
Επιπλέον μεταφράσεις
ΑγγλικάΕλληνικά
garden n figurative (fertile area)ευλογημένη γη περίφρ
  πηγή αφθονίας περίφρ
 The soil in Virginia is so rich, it's a veritable garden.
 Το έδαφος της Βιρτζίνια είναι τόσο πλούσιο, μια πραγματικά ευλογημένη γη.
garden [sth] vtr (cultivate flowers)καλλιεργώ ρ μ
 He gardens only roses.
garden [sth] vtr (cultivate vegetables)καλλιεργώ ρ μ
 You may garden root crops and lettuce.
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

WordReference English-Greek Dictionary © 2025:

Σύνθετοι τύποι:
ΑγγλικάΕλληνικά
back yard,
backyard (US),
back garden (UK)
n
(rear garden)πίσω αυλή φρ ως ουσ θηλ
  πίσω κήπος φρ ως ουσ αρσ
 They sit in the backyard and read all summer.
 Όλο το καλοκαίρι κάθονται στην πίσω αυλή και διαβάζουν.
beer garden n (pub's outdoor area)εξωτερικός χώρος σε παμπ
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος. Ανάλογα με την περίπτωση μπορεί να αποδοθεί ως εξωτερικός χώρος, κήπος κλπ.
botanical garden,
botanic garden
n
(where plants are cultivated)βοτανικός κήπος επίθ + ουσ αρσ
 Orchids are in full bloom now at the botanical garden.
butterfly garden n (outdoor area for butterflies)κήπος με πεταλούδες περίφρ
 Butterfly gardens are planted with flowers that attract the insects.
common or garden,
common-or-garden
adj
UK, figurative, informal (ordinary)κοινός επίθ
  συνηθισμένος επίθ
flower garden n (plot for flowers)ανθόκηπος ουσ αρσ
garden center (US),
garden centre (UK)
n
(store selling gardening supplies)κέντρο ειδών κηπουρικής, κατάστημα ειδών κηπουρικής φρ ως ουσ ουδ
  κέντρο ειδών κήπου, κατάστημα ειδών κήπου φρ ως ουσ ουδ
garden designer n (landscape planner)σχεδιαστής κήπου, σχεδιάστρια κήπου φρ ως ουσ αρσ, φρ ως ουσ θηλ
  αρχιτέκτονας κήπου φρ ως ουσ αρσ/θηλ
garden fork n (tool for turning soil)πιρούνα ουσ θηλ
  δικράνι ουσ ουδ
 Use a garden fork to loosen the soil.
garden gate n (door providing access to a garden)πόρτα του κήπου περίφρ
garden hose,
also UK: hosepipe
n
(for water)λάστιχο κήπου ουσ ουδ
 I have to attach the garden hose to the outdoor tap in order to water my garden.
garden party n (outdoor party)πάρτι στον κήπο φρ ως ουσ ουδ
garden path n (paved walkway)μονοπάτι κήπου ουσ ουδ
 He failed to notice the bright flowers as he walked down the cool garden path.
garden pond n (water feature)λιμνούλα ουσ θηλ
  (κατά λέξη)λιμνούλα του κήπου περίφρ
 He had a collection of Japanese koi in the garden pond.
garden salad n (dish: raw vegetables)πράσινη σαλάτα επίθ + ουσ θηλ
 I'll have the garden salad with blue cheese dressing.
garden shed n (wooden outhouse)σπιτάκι του κήπου περίφρ
  (αποθηκευτικός χώρος)αποθηκάκι του κήπου περίφρ
 My husband spends a lot of time in his garden shed.
garden wall n (wall around a garden)τοίχος κήπου φρ ως ουσ αρσ
garden waste n (plant matter)απόβλητα κηπευτικών εργασιών φρ ως ουσ ουδ πλ
  κηπευτικά απόβλητα επίθ + ουσ ουδ πλ
garden-variety adj US, figurative (common, unexceptional)κοινός, συνήθης επίθ
  συνηθισμένος μτχ πρκ
gardening leave,
garden leave
n
UK: figurative (time off before end of contract)άδεια πριν την απόλυση
Σχόλιο: Δεν υπάρχει αντίστοιχος όρος.
gnome,
garden gnome
n
(ornamental garden figure) (αγαλματάκι κήπου)νάνος ουσ αρσ
 Jack has a collection of gnomes in his garden.
hanging garden n (landscape architecture)κρεμαστοί κήποι επίθ + ουσ αρσ πλ
herb garden n (where herbs are grown)κήπος με βότανα φρ ως ουσ αρσ
kitchen garden n (plot for vegetables, herbs)λαχανόκηπος ουσ αρσ
lead [sb] down the garden path,
lead [sb] up the garden path
v expr
informal, figurative (deceive)ξεγελάω, κοροϊδεύω ρ μ
  εξαπατώ ρ μ
  (αργκό, μτφ: κάποιον)παίζω ρ αμ
 I never suspected he was just leading me down the garden path.
market garden n (growing vegetables)αγρόκτημα ουσ ουδ
  (κατά λέξη)αγρόκτημα που παράγει λαχανικά φρ ως ουσ ουδ
market garden n historical (WWII: Allied code name) (κωδική ονομασία)marked garden ουσ ουδ άκλ
ornamental garden n (landscaped and cultivated area)διαμορφωμένος κήπος ουσ αρσ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
 The Moorish ornamental garden at the Alhambra Palace is one of the most-visited sites in Europe.
rock garden n (rockery)κήπος με βράχους ουσ αρσ
 These plants are suitable for rock gardens.
roof garden n (garden on flat roof of building)κήπος στην ταράτσα φρ ως ουσ αρσ
roof garden n (top storey having a garden)ρουφ γκάρντεν, roof garden ουσ ουδ άκλ
rose garden n (where roses are grown)κήπος με τριανταφυλλιές ουσ αρσ
 Charles and Lavinia met secretly in the rose garden.
tea garden n (outdoor tearoom)υπαίθριος χώρος σερβιρίσματος τσαγιού ουσ αρσ
Σχόλιο: δεν υπάρχει ακριβής αντιστοιχία
vegetable garden,
vegetable patch
n
(allotment)λαχανόκηπος, μπαξές ουσ αρσ
 I'm growing tomatoes and squash in my vegetable garden.
walled garden n (enclosed outdoor area)περιφραγμένος κήπος μτχ πρκ + ουσ αρσ
zoological garden n formal (zoo, animal park)ζωολογικός κήπος ουσ αρσ
  Λείπει κάτι σημαντικό; Αναφέρετε τυχόν λάθη ή προτείνετε βελτιώσεις.

Συζητήσεις του φόρουμ με τη λέξη/φράση salt garden στον τίτλο:

  • Go to Preferences page and choose from different actions for taps or mouse clicks.
Δείτε την αυτόματη μετάφραση του Google Translate για τον όρο «salt garden».

Σε άλλες γλώσσες Ισπανικά | Γαλλικά | Ιταλικά | Πορτογαλικά | Ρουμανικά | Γερμανικά | Ολλανδικά | Σουηδικά | Ρωσικά | Πολωνικά | Τσέχικα | Τούρκικα | Κινέζικα | Ιαπωνικά | Κορεατικά | Αραβικά

Advertisements
Advertisements
Αναφορά ακατάλληλης διαφήμισης
WordReference.com
WORD OF THE DAY
GET THE DAILY EMAIL!